- ταλαιπωροῦμαι
- ταλαιπωρέωdo hard workpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλαιπωρούμαι — ταλαιπωρούμαι, ταλαιπωρήθηκα, ταλαιπωρημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: ταλαιπωρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (ταλαιπωριόμουν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βωλοδέρνω — Ι. 1. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον 2. μοχθώ, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι 3. περιπλανιέμαι μάταια ||βωλοδέρνομαι ταλαιπωρούμαι … Dictionary of Greek
επιτείρομαι — ἐπιτείρομαι (Α) (ως σύνθ. μόνο παθ.) κατατρίβομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τείρω, ομαι «ταλαιπωρούμαι, υποφέρω») … Dictionary of Greek
ταλαιπωρώ — ταλαιπωρῶ, έω, ΝΜΑ [ταλαίπωρος] 1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τόν ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾱς», Ισοκρ.) 2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῡμαι … Dictionary of Greek
αεροδέρνω — και ομαι 1. κλυδωνίζομαι από τον αέρα, παλεύω με τον άνεμο 2. είμαι έρμαιο αντίξοων περιστάσεων, ταλαιπωρούμαι, κατατρέχομαι … Dictionary of Greek
αεροσέρνομαι — και αγερο 1. (κυριολεκτικά) φέρομαι εδώ κι εκεί από τον άνεμο, παρασύρομαι από τον άνεμο 2. ταλαιπωρούμαι δίχως να έχω βοήθεια ή δύναμη να αντιδράσω … Dictionary of Greek
αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
γκρεμοτσακίζω — 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω 2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι 3. ταλαιπωρούμαι 4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένος πολυβασανισμένος 5. (προστ.) γκρεμοτσακίσου φύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου) … Dictionary of Greek